- περιδωμεθον
- περιδώμεθον
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιδώμεθον — περιδέω bind pres subj act 1st dual (epic) περιδίδομαι aor subj act 1st dual (epic) περιδίδομαι aor subj act 1st dual (epic) περιδίδομαι aor subj act 1st dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδίδωμι — Α μεσ. περιδίδομαι στοιχηματίζω («τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίδωμι «δίνω»] … Dictionary of Greek